φωλεόφιλος

φωλεόφιλος
-η, -ο, Ν
ζωολ. (για ζώο και ιδίως πτηνό) αυτός τού οποίου τα νεαρά άτομα παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην φωλιά υπό την προστασία τών γονέων τους, αλλ. φωλεόοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pholeophile < φωλεός < -φιλος < φίλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”